μοσκοβολώ

μοσκοβολώ
μοσκοβολώάω αμετ. благоухать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μοσκοβολώ" в других словарях:

  • μοσκοβολώ — και, άω βλ. μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

  • μοσκοβολώ — μοσκοβόλησα, μοσκοβολημένος, βγάζω ευχάριστη μυρουδιά, μοσκομυρίζω, ευωδιάζω: Όταν μαγειρεύει η μητέρα μου, μοσκοβολά η γειτονιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασπροβολώ — ( άω) λάμπω με τη λευκότητα μου, ρίχνω λευκή ανταύγεια («ασπροβολούνε τα βουνά από το χιόνι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + βολώ < βολος < βάλλω (πρβλ. αγκυροβολώ, γεννοβολώ, μοσκοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβολώ — έω και μοσκοβολώ, άω [μοσχοβόλος] αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, μοσχομυρίζω, ευωδιάζω …   Dictionary of Greek

  • μοσκοβολάω — (σπάν. μοσκοβολώ) 1 μοσκοβόλησα βλ. πίν. 58 2 → δες μοσχοβολάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοσκομυρίζω — μοσκομύρισα, μοσκομυρισμένος, μοσκοβολώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»